- καθάρισμα
- το , καθάρισμός ο1) чистка, очистка;
δίνω το κοστούμι γιά καθάρισμα — отдавать костюм в чистку;
2) выяснение, уточнение;3) убийство
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
δίνω το κοστούμι γιά καθάρισμα — отдавать костюм в чистку;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καθάρισμα — το 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του καθαρίζω, καθαρισμός, πάστρεμα: Πλήρωσα γυναίκα για το καθάρισμα του σπιτιού. 2. απομάκρυνση κάθε άχρηστης ή επιβλαβούς ουσίας: Για το καθάρισμα των ραδικιών χρειάστηκα μία ώρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καθάρισμα — το [καθαρίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού καθαρίζω, απαλλαγή από βρομιές, πάστρεμα («τα ρούχα θέλουν καθάρισμα») 2. απομάκρυνση κάθε αχρήστου ή επιβλαβούς, απολέπισμα, ξεφλούδισμα 3. λαμπικάρισμα, λαγάρισμα, καταστάλαγμα 4. μτφ. φόνος,… … Dictionary of Greek
ίωσις — ἴωσις, ἡ (Α) 1. καθάρισμα από πρόσμιξη ή επίδραση ξένων ουσιών («ἴωσις χρυσοῦ», πάπ.) 2. χρωμάτισμα, βαφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰῶ (Ι) «σκουριάζω» η σημ. τής λ. δικαιολογείται από το ότι το καθάρισμα γινόταν με οξείδωση] … Dictionary of Greek
ανακάθαρση — η (Α ἀνακάθαρσις) [ἀνακαθαίρω] το εκ νέου ή πλήρες καθάρισμα, ξεκαθάρισμα αρχ. καθάρισμα τού στομαχιού με εμετό … Dictionary of Greek
ανακαθάρισμα — το και σμός, ο [ανακαθαρίζω] 1. πλήρες, τέλειο καθάρισμα, ξεκαθάρισμα 2. το εκ νέου καθάρισμα, ξανακαθάρισμα … Dictionary of Greek
μετάξι — Πολύτιμη στιλπνή υφαντική ίνα, ζωικής προέλευσης, που παράγεται από την προνύμφη (μεταξοσκώληκας) του λεπιδοπτέρου Bombyx mori. Η επεξεργασία του μ. που έχει ως σκοπό την κατασκευή όσο το δυνατόν πιο ομοιόμορφης κλωστής από τα κουκούλια,… … Dictionary of Greek
πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… … Dictionary of Greek
άσπρισμα — το [ασπρίζω] 1. το το να κάνει άσπρο κάποιος κάτι με πλύσιμο ή με καθάρισμα 2. το ασβέστωμα … Dictionary of Greek
ήθηση — η (Α ἤθησις) [ηθώ] η ενέργεια τού ηθώ, αποστράγγιση, διύλιση, στράγγισμα, σούρωμα αρχ. (για πέτρες) 1. καθάρισμα, τρίψιμο, λείανση («ἠθήσιος τῶν λίθων», επιγρ.) 2. κοσκίνισμα, καθαρισμός μεταλλεύματος … Dictionary of Greek
αγριολόγημα — το [αγριολογώ (ΙΙ)] το βοτάνισμα τής αγριάδας, το καθάρισμα τού αγρού μετά το όργωμα ή μετά την αύξηση τού σπαρτού … Dictionary of Greek
αλαφρόπετρα — Σπογγώδης, ελαφριά, ηφαιστειογενής πέτρα, γεμάτη πόρους. Στη σύνθεση μοιάζει με το γυαλί, έχει πάρει όμως διαφορετική μορφή γιατί προέρχεται από υγρή λάβα που έχει κρυώσει απότομα. Βρίσκεται κυρίως στη Θήρα (Σαντορίνη) και στα ιταλικά νησιά… … Dictionary of Greek